Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανοίγω την

  • 1 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 2 открывать

    открывать
    несов
    1. ἀνοίγω/ ξεσκεπάζω (что-л. покрытое):
    \открывать дверь ἀνοίγω τήν πόρτα· \открывать грудь ξεστηθώνομαν \открывать зонт ἀνοίγω τήν όμπρέλλα·
    2. (учреждение и т. п.) ἀνοίγω, εγκαινιάζω / αποκαλύπτω (памятник и т. п.)·
    3. (разоблачать) αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω:
    \открывать правду φανερώνω τήν αλήθεια· \открывать тайну αποκαλύπτω τό μυστικό·
    4. (о научных открытиях) ανακαλύπτω/ εφευρίσκω (изобретать)·
    5. (начинать что-л.) ἀνοίγω, ἀρχίζω:
    \открывать военные действия ἀρχίζω τίς εχθροπραξίες, ἀρχίζω τίς πολεμικές επιχειρήσεις· \открывать огонь ἀνοίγω πυρά· \открывать собрание ἀνοίγω τήν συνεδρίαση· \открывать счёт а) (в сберкассе и т. η.) ἀνοίγω λογαριασμό, б) спорт. ἀνοίγω τό σκορ· \открыватькредит ἀνοίγω πίστωση· ◊ \открывать кому-л. глаза на что-л. ἀνοίγω κάποιου τά μάτια· \открывать сердце кому́-л. ἀνοίγω κάποιου τήν καρδιά μου· \открывать карты ἀνοίγω τά χαρτιά μου.

    Русско-новогреческий словарь > открывать

  • 3 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 4 развернуть

    развернуть, развёртывать 1) ανοίγω· ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)' \развернуть газету ανοίγω την εφημερίδα 2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω \развернуться ξετυλίγομαι
    * * *
    = развёртывать
    1) ανοίγω; ξετυλίγω, ξεδιπλώνω (что-л. скатанное)

    разверну́ть газе́ту — ανοίγω την εφημερίδα

    2) перен. αναπτύσσω, εξελίσσω

    Русско-греческий словарь > развернуть

  • 5 отвернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отврнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεστρίβω, ζεσφίγγω•

    отвернуть гайку ξεστρίβω τη βίδα (ξεβιδώνω).

    || αντιστρέφω, αναστρέφω ανοίγω•

    отвернуть кран ανοίγω την κάνουλα•

    отвернуть замок у ружья ανοίγω το κλείστρο του όπλου.

    2. (απλ.) σπάζω• κόβω αποσπώ•

    отвернуть кукле голову (στρίβοντας) κόβω το κεφάλι της κούκλας.

    3. αναδιπλώνω, ανακάμπτω, ανασηκώνω.
    4. αποστρέφω•

    отвернуть лицо от зрелища αποστρέφω το πρόσωπο από το θέαμα.

    || αλλάζω κατεύθυνση, πορεία, στρίβω. || (για ποτάμι, δρόμο) στρίβω, κάνω στροφή.
    1. ξεστρίβω,.-ομαι, ξεσφίγγω, ξεβιδώνομαι. || ανοίγω, -ομαι, ξεσφίγγω, -ομαι, αναστρέφομαι, αντιστρέφομαι•

    кран -лся η κάνουλα άνοιξε.

    2. αναδιπλώνομαι, ανακάμπτομαι, ανασηκώνομαι.
    3. αποστρέφομαι, γυρίζω το πρόσωπο αλλού. || αποστρέφομαι, δεν κάνω παρέα, δε συναναστρέφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отвернуть

  • 6 растворить

    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ. ανοίγω διάπλατα•

    растворить ворота ανοίγω την πύλη•

    растворить циркуль ανοίγω το διαβήτη•

    растворить ножницы ανοίγω το ψαλίδι.

    ανοίγομαι.
    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растворенный, βρ: -рен, -рена,
    ρ.σ.μ.
    1. растворить известь в воде διαλύω ασβέστη στο νερό.
    2. ζυμώνω, φτιάχνω ζυμάρι.
    1. διαλύομαι•

    сахар -лся в воде η ζάχαρη έλιωσε στο νερό.

    || ζυμώνομαι• πολτοποιούμαι.
    2. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι• εκλείπω σβήνω•

    всё -лось в темноте όλα χάθηκαν στο σκοτάδι•

    горе -лось в общей радости η στενοχώρια πέρασε μέσα στη γενική χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > растворить

  • 7 доступ

    доступ м 1) η είσοδος, το προσιτό открыть \доступ επιτρέπω (или ανοίγω) την είσοδο 2) (посещение ) η επίσκεψη
    * * *
    м
    1) η είσοδος, το προσιτό

    откры́ть до́ступ — επιτρέπω ( или ανοίγω) την είσοδο

    2) ( посещение) η επίσκεψη

    Русско-греческий словарь > доступ

  • 8 поднять

    поднять 1) σηκώνω, υψώνω· \поднять бокал υψώνω το ποτήρι· \поднять руку σηκώνω το χέρι· \поднять занавес ανοίγω την αυλαία· \поднять флаг υψώνω τη σημαία 2) (повысить) υψώνω, ανεβάζω· \поднять цены υψώνω τις τιμές ◇ \поднять шум κάνω θόρυβο (или φασαρία)· \поднять вопрос βάλλω (или θέτω) ζήτημα· \поднять восстание επαναστατώ, κάνω επανάσταση \подняться 1) (встать ) σηκώνομαι 2) (наверх ) ανεβαίνω 3) (повыситься) αυξάνω, αναβαίνω· у него поднялась температура ανέβηκε η θερμοκρασία του
    * * *
    1) σηκώνω, υψώνω

    подня́ть бока́л — υψώνω το ποτήρι

    подня́тьру́ку — σηκώνω το χέρι

    подня́ть за́навес — ανοίγω την αυλαία

    подня́ть флаг — υψώνω τη σημαία

    2) ( повысить) υψώνω, ανεβάζω

    подня́ть це́ны — υψώνω τις τιμές

    ••

    подня́ть шум — κάνω θόρυβο ( или φασαρία)

    подня́ть вопро́с — βάλλω ( или θέτω) ζήτημα

    подня́ть восста́ние — επαναστατώ, κάνω επανάσταση

    Русско-греческий словарь > поднять

  • 9 отпереть

    отопру, отопршь, παρλθ. χρ. отпер
    -ло, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отперший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпертый, βρ: -перт, -а, -о, επίρ. μτχ. отперши κ. отперев ρ.σ.μ. ανοίγω, ξεκλειδώνω, ξεμανταλώνω• ξασφαλίζω•

    замбк ανοίγω την κλείδωνιά•

    он им отпер дверь αυτός τους άνοιξε την πόρτα.

    1. ανοίγομαι, ξεκλειδώνομαι, ξεμανταλώνομαι.
    2. αρνούμαι, δεν παραδέχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отпереть

  • 10 высохнуть

    см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/η
    рекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -
    участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть

  • 11 отпирать

    отпирать
    несов ἀνοίγω, ξεκλειδώνω:
    \отпирать чемоди́н ἀνοίγω τή βαλίτσα· \отпирать ворота ξεμανταλώνω (ἀνοίγω) τήν αὐλόπορτα

    Русско-новогреческий словарь > отпирать

  • 12 разомкнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разомкнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. αποσυνδέω, ξεσυνδέω• αποσυνάπτω•

    разомкнуть электрический ток αποσυνδέω το ηλεκτρικό ρεύμα.

    || ανοίγω•

    разомкнуть веки ανοίγω τα βλέφαρα•

    разомкнуть ворота шлюза ανοίγω την υδατοφρακτ ική θύρα.

    || αραιώνω τα διαστήματα•

    разомкнуть строй αραιώνω τη σύνταξη.

    αποσυνδέομαι, ξεσυνδέομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разомкнуть

  • 13 душа

    душ||а́
    ж
    1. ἡ ψυχή:
    добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·
    2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):
    в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου!

    Русско-новогреческий словарь > душа

  • 14 хвост

    α.
    1. η ουρά•

    махать -ом κουνώ την ουρά•

    конский хвост η αλογουρά.• коровий хвост η γελαδουρά•

    собачий хвост η ουρά του σκύλου•

    хвост ящерицы η ουρά της σαύρας•

    хвост птиц η ουρά. των πουλιών•

    распустить хвост (για πτηνά) ανοίγω την ουρά.

    2. το πίσω μέρος γενικά•

    хвост самолта η ουρά του αεροπλάνου•

    хвост комета η ουρά του κομήτη•

    платье с -ом φόρεμα με ουρά (πολύ μακρύ, συρόμενο)•

    хвост колонны η ουρά της φάλαγγας•

    хвост редиски η ουρά του ρεπανιού.

    3. η σειρά•

    хвост за билетами ουρά για εισιτήρια•

    стоять в -е στέκομαι στη σειρά.

    4. μτφ. υποχρέωση, οφειλή• εργασία μη περατωμένη• υπόλοιπο υποχρέωσης•

    ликвитация -ов εξάλειψη των οφειλών•

    студенты сдают -ы οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις που χρωστούν (που δεν πέρασαν στις προηγούμενες).

    5. υπολείμματα, απορρίμματα, απομεινάδια ορυκτών.
    εκφρ.
    задрать — – σηκώνω (ψηλά) τη μύτη, το παίρνω επάνω μου• γίνομα.ι υπερόπτης•
    поджать (опустить, подвернуть) хвост – (απλ.) βάζω την ουρά στα σκέλη (συμμαζεύομαι, σωφρωνίζομαι, ταπεινώνομαι)•
    показать хвост – δείχνω τις πλάτες, φεύγω, το στρίβω•
    быть, идтиκ.τ.τ. в - είμαι ουραγός (τελευταίος)•
    схватить за хвост идею – πιάνω ξαφνικά την ιδέα (την κατάλληλη λύση)•
    быть (висеть) на -е – φτάνω κάπο ιον, προσεγγίζω•
    наступить на хвост коку – θίγω, προσβάλλω κάποιον (и) в хвост и в гриву (гнать, бить κλπ.) (απλ.) μ όλη τη δύναμη, μ όλα τα δυνατά, όσο μπορώ•
    насыпать соли на хвост кому – προξενώ δυσάρεστα σε κάποιον•
    не прищей кобыле – (απλ.) μη χώνεις τη μούρη σου ή την ουρά σου•
    псу под хвост – (απλ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα.

    Большой русско-греческий словарь > хвост

  • 15 поднимать

    поднима||ть
    несов
    1. (с земли, с полу) σηκώνω, ἀνεγείρω, ἀνασηκώνω·
    2. (кверху) σηκώνω, ὑψώνω, ἀνεβάζω, ἀνυ-ψῶ; \поднимать ру́ку σηκώνω τό χέρι μου· \поднимать гла-за на кого-л. ρίχνω τό βλέμμα μου σέ κάποιον· \поднимать воротник σηκώνω τόν γιακά μου· \поднимать занавес театр. ἀνοίγω τήν αὐλαία θεάτρου· \поднимать флаг ὑψώνω τήν σημαία· \поднимать якорь σηκώνω τήν ἄγκυρα· \поднимать паруса мор. σηκώνω πανιά·
    3. (повышать, увеличивать) ἀνεβάζω, ὑψώνω, ἀνυψῶ:
    \поднимать цены ὑψώνω τίς τιμές· \поднимать хозяйство ἀνορθώνω τήν οἰκονομϊα· \поднимать производительность труда ἀνεβάζω τήν παραγωγικότητα τής δουλείας· ◊ \поднимать вопрос ἐγείρω ζήτημα· \поднимать восстание κάνω ἐπανάσταση, σηκώνω ἐπανάσταση· \поднимать тревогу χτυπώ συναγερμό· \поднимать всех на ноги σηκώνω ὀλους στό ποδάρί \поднимать крик βάζω τίς φωνές· \поднимать шум θορυβώ, κάνω θόρυβο· \поднимать пыль σηκώνω σκόνη· \поднимать» дух ἀνεβάζω τό ήθικό· \поднимать ру́ку на кого́-л. σηκώνω χέρι ἐνάντια σέ κάποιον \поднимать кого́-л. на смех κάνω κάποιον περίγελο, γελοιοποιώ· \поднимать ору́жие против кого́-л. σηκώνω (или παίρνω) τά ὀπλα ἐναντίον κάποιου, ἐπαναστατώ· \поднимать голос в защиту кого-л. συνηγορώ γιά κάποιον ·\поднимать целину́ с.-х. ξεχερσώνω, ἐκ-χερσῶ· \поднимать петли и а чулках πιάνω τόν πόντο κάλτσας.

    Русско-новогреческий словарь > поднимать

  • 16 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 17 раздвигать

    раздвигать
    несов, раздвинуть сов ἀνοἰγω (ρετ.) (открывать)! παραμερίζω (μετ.) (отодвигать в стороны):
    \раздвигать занавес ἀνοίγω τήν αὐλαία \раздвигаться παραμερίζω (άμετ.)Ι ἀνοίγομαι (раскрываться).

    Русско-новогреческий словарь > раздвигать

  • 18 отворить

    орго
    -бришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ανοίγω•

    отворить дверь, окно ανοίγω την πόρτα, το παράθυρο.

    ανοίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отворить

  • 19 расщемить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расщемленный, βρ: -лен, -лена, -лено;
    ρ.σ.μ. (απλ.)• ανοίγω• ξεσφίγγω•

    Большой русско-греческий словарь > расщемить

  • 20 аккредитив

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аккредитив

См. также в других словарях:

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — άνοιξα, ανοίχτηκα, ανοιγμένος 1. μτβ., κάνω ελεύθερη την είσοδο ή το πέρασμα: Φέρε το σκεπάρνι να ανοίξουμε το κιβώτιο. 2. διευρύνω, διαπλατύνω: Άνοιξε το βήμα σου, αλλιώς θα νυχτώσουμε. 3. κάνω διάρρηξη: Απόψε οι κλέφτες άνοιξαν τρία σπίτια. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… …   Dictionary of Greek

  • ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… …   Dictionary of Greek

  • καρδίτσα — Πόλη (υψόμ. 105 μ., 32.031 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Είναι χτισμένη στο δυτικό άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην Κ. γίνεται η διακίνηση και το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων της θεσσαλικής γης, ενώ η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… …   Dictionary of Greek

  • εκκοιλίζω — ἐκκοιλίζω και ἐκκοιλιάζω (AM) ανοίγω την κοιλιά, ξεκοιλιάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεκοιλιάζω — 1. (σχετικά με σφάγια) ανοίγω την κοιλιά και αφαιρώ τα εντόσθια 2. (για πρόσ.) τραυματίζω στην κοιλιά με μαχαίρι, τραυματίζω θανάσιμα 3. δίνω σε κάποιον υπερβολικές ποσότητες τροφής 4. (το μέσ.) ξεκοιλιάζομαι μτφ. τρώω υπερβολικά, φουσκώνω από το …   Dictionary of Greek

  • ξεμανταλώνω — τραβώ τον μάνταλο τής πόρτας, ανοίγω την πόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μανταλώνω] …   Dictionary of Greek

  • χαλεύω — Ν 1. αναζητώ, ψάχνω 2. ζητώ κάτι ως δώρο ή ως δάνειο 3. επαιτώ, ζητιανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. με αρχική σημ. «ανοίγω την παλάμη να λάβω κάτι» έχει προέλθει από το αρχ. ουσ. χαλή, δωρ. τ. τού χηλή «οπλή» με μτφ. σημ. «παλάμη»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»